κατοπτευτήριος

κατοπτευτήριος
-α, -ο (Α κατοπτευτήριος, -ον) [κατοπτεύω]
1. ο κατάλληλος για κατόπτευση
2. το ουδ. ως ουσ. το κατοπτευτήριο(ν)
η σκοπιά, το παρατηρητήριο, το μέρος από το οποίο γίνεται η κατόπτευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατοπτευτήριον — κατοπτευτήριος fit for looking out masc/fem acc sg κατοπτευτήριος fit for looking out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτευτηρίου — κατοπτευτήριος fit for looking out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτήριος — α, ο (Α κατοπτήριος, ον) [κατοπτήρ] κατοπτευτήριος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”